- ἔκβασιν
- выходисход
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐκβᾶσιν — ἐκβάζω speak out fut part act masc/neut dat pl (doric) ἐκβάζω speak out fut part act masc/neut dat pl (doric) ἐκβαίνω step out of aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκβασιν — ἔκβασις way out of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα … Dictionary of Greek